- ανάβω
- ανάβω και ανάφτω άναψα, ανάφτηκα, αναμμένος1. μτβ., βάζω ή προκαλώ φωτιά σε ξύλα ή φωτιστική συσκευή: Άναψα το τζάκι. – Άναψα το ηλεκτρικό.2. αμτβ., θερμαίνομαι, πυρακτώνομαι: Κοίταξε, το σίδερο άναψε.3. μτβ., μτφ., εξάπτω, εξοργίζω: Μ' αυτά που του είπες τον άναψες.4. μτβ., δίνω (χτύπημα): Του άναψε δυο χαστούκια.5. αμτβ., εξάπτομαι, εξοργίζομαι: Άμα πιω κρασί, ανάβω.6. αμτβ., ζωηρεύω, εντείνομαι: Σε λίγο το γλέντι είχε ανάψει.7. αμτβ., σαπίζω εξαιτίας της θερμότητας και της υγρασίας: Οι πατάτες άναψαν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.